επεξεργαστικός

επεξεργαστικός
-ή, -ό (AM ἐπεξεργαστικός, -ή, -όν)
ο ικανός ή κατάλληλος για επεξεργασία
μσν.
λεπτομερής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐπεξεργαστικός — conclusive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επεξεργαστικός — ή, ό επίρρ. ά ο ικανός για επεξεργασία, που συντελεί σ αυτή, που την υποβοηθεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπεξεργαστικώτερον — ἐπεξεργαστικός conclusive adverbial comp ἐπεξεργαστικός conclusive masc acc comp sg ἐπεξεργαστικός conclusive neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεξεργαστικῶς — ἐπεξεργαστικός conclusive adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεξεργαστικώτερα — ἐπεξεργαστικός conclusive neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”